Δροσερή

Δροσερή
Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 7 κάτ.) της Κέρκυρας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θιναλίου. Έως το 1971 ονομαζόταν Λούστρα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δροσερῇ — δροσερός dewy fem dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αύρα — I Όνομα μυθολογικών προσώπων και ζώων. 1. Θεότητα της ελληνικής μυθολογίας, κόρη του Τιτάνα Λήλαντα και της Περίβοιας. Αγαπημένη της ασχολία ήταν το κυνήγι και εξορμούσε, γρήγορη σαν τον άνεμο, μαζί με τις άλλες συνοδούς της Αρτέμιδας. Ο σφοδρός… …   Dictionary of Greek

  • σαρκοφάγα φυτά — Ετερογενής φυτική ομάδα που αποτελεί ένα από τα πιο πρωτότυπα και ενδιαφέροντα φαινόμενα της βοτανικής. Αν και διαθέτουν χλωροφύλλη, είναι δηλαδή αυτότροφα φυτά, έχουν παρόλα αυτά την ικανότητα να απορροφούν άζωτο σε οργανική μορφή, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… …   Dictionary of Greek

  • ακραεί — ἀκραεὶ επίρρ. [ἀκραὴς] (Α) (για ταξίδια) με δροσερή αύρα, με αίθριο καιρό …   Dictionary of Greek

  • γλυκοδροσισμένος — η, ο 1. (για την αυγή) ευχάριστη και δροσερή 2. (για τη ζωή) άνετη, ξεκούραστη 3. (για την τύχη) ευνοϊκή …   Dictionary of Greek

  • ευάγητος — εὐάγητος, ον (Α) (για σύννεφα) λαμπρός, ευαγής («ἀρθῶμεν φανεραὶ δροσερὰν φύσιν εὐάγητον» ας υψωθούμε φανερά με τη λαμπρή και δροσερή μας όψη, Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. ευαγής II] …   Dictionary of Greek

  • καρπουζιά — Φυτό της οικογένειας των κουκουρβιτιδών, από το οποίο παράγεται ο εδώδιμος καρπός καρπούζι. Η επιστημονική του ονομασία είναι κιτρούλλος ο κοινός. Είναι ετήσιο, ποώδες φυτό και καλλιεργείται σε πολλές περιοχές με θερμό κλίμα και ελαφρά, αμμουδερά …   Dictionary of Greek

  • πίνω — ΝΜΑ, αιολ. τ. πώνω Α 1. εισάγω στο στομάχι υγρό από το στόμα 2. (με ειδική σημ.) καταναλώνω κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά (α. «αυτός πίνει πολύ» β. «οὕτω πίνοντας πρὸς ἡδονήν», Πλάτ.) 3. μτφ. απορροφώ, ρουφώ, τραβώ (α. «το φαΐ ήπιε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • προσαυρίζω — Α συναντώμαι με κάποιον («νοτὶς προσαυρίζουσα χερσαίᾳ τροχῇ», Τραγ. Αδέσπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + αὔρα «φύσημα αέρα, αέρας εν κινήσει, δροσερή πνοή» + κατάλ. ίζω. Η σημ. τής λ. έχει προκύψει μεταφορικά από την ιδιότητα της αύρας να μετακινεί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”